-
1 Ship
subs.P. and V. ναῦς, ἡ.Boat: P. and V. πλοῖον, τό, σκάφος, τό (Dem. 128), V. πορθμίς, ἡ, κύμβη, ἡ (Soph., frag.), δόρυ, τό, Ar. and P. ἄκατος, ἡ, κέλης, ὁ, πλοιάριον, τό (Xen.), P. κελήτιον, τό, λέμβος, ὁ, ἀκάτιον, τό.Trireme: Ar. and P. τριήρης, ἡ.Ship of war: P. and V. ναῦς μακρά (Æsch., Pers. 380), P. πλοῖον μακρόν.Ringed with ships: Ar. and V. ναύφρακτος.Visited by ships: V. ναύπορος.——————v. trans.Put on board: P. εἰσβιβάζειν, ἐπιβιβάζειν, ἐμβιβάζειν, ἐντιθέναι, P. and V. εἰστιθέναι (Xen.), V. ἐμβήσειν, fut. ἐμβῆσαι, 1st aor. of ἐμβαίνειν.Carry by ship: P. and V. πορθμεύειν, Ar. and P. διάγειν, Ar. and V. ναυστολεῖν, ναυσθλοῦν, V. πορεύειν (rare P. in act.).Ship across: P. διαβιβάζειν (τινά).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ship
-
2 War
subs.The Persian War: P. τὰ Μηδικά (Thuc. 1, 97).War chariot, subs.; P. ἅρμα πολεμιστήριον (Plat.).Ship of war: P. and V. ναῦς μακρά, ἡ, P. πλοῖον μακρόν, τό.Wage war against: P. and V. πολεμεῖν (dat., or πρός, acc.), P. ἀντιπολεμεῖν (dat. or absol.), προσπολεμεῖν (absol.).Desire war: P. πολεμησείειν.Join in waging war: P. συμπολεμεῖν (absol., or with dat., or μετά, gen.).Go to war: P. εἰς πόλεμον καθίστασθαι; see take the field, under Field.Crush by war: P. καταπολεμεῖν (acc.).More difficult to make war upon: P. χαλεπώτεροι προσπολεμεῖν (Thuc. 7, 51).Take prisoner in war: P. ζωγρεῖν (acc.).Prisoner of war: see adj., P. and V. αἰχμάλωτος, V. δουρίληπτος, δορίκτητος, δῃάλωτος, P. δοριάλωτος (Isoc.); see under Prisoner.——————v. intrans.P. and V. πολεμεῖν, V. αἰχμάζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > War
-
3 War-ship
subs.P. and V. ναῦς μακρά, ἡ (Æsch., Pers. 380), P. πλοῖον μακρόν, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > War-ship
См. также в других словарях:
μάκρα — μάκρᾱ , μάκρα bath tub fem nom/voc/acc dual μάκρᾱ , μάκρα bath tub fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μάκρᾱ , μάκρος length neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρα — μάκρα, ἡ (Α) 1. σκάφη ζυμώματος, η μάκτρα 2. επιγρ. η σαρκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκτρα* με αποβολή τού τ μεταξύ κ και ρ (πρβλ. οἰκτρός: οἰκρός). Το ίδιο συμβαίνει και με το συμφωνικό σύμπλεγμα σθλ (πρβλ. ἐσθλός: ἐσλός)] … Dictionary of Greek
μάκρᾳ — μάκραι , μάκρα bath tub fem nom/voc pl μάκρᾱͅ , μάκρα bath tub fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρά — μακρός long neut nom/voc/acc pl μακρά̱ , μακρός long fem nom/voc/acc dual μακρά̱ , μακρός long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακρά Λογκά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 62 χλμ. ΒΑ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραβόλας … Dictionary of Greek
Μακρά Τείχη — Ονομασία δύο τειχών ελληνικών πόλεων της κλασικής εποχής. 1. Ονομασία δύο τμημάτων τειχών, τα οποία ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά και αποτελούσαν μέρος του μεγάλου αμυντικού έργου του αθηναϊκού κράτους. Διακρίνονταν στο Βόρειο, στο Νότιο ή διά… … Dictionary of Greek
Μακρά, η — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 128 μ.) του Αιγαίου πελάγους, στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Βρίσκεται ΝΑ της Ανάφης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ανάφης του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μακρά, τα — Ακατοίκητη νησίδα του Αιγαίου πελάγους, στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ανάφης του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
μακρᾷ — μακρός long fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρας — μάκρᾱς , μάκρα bath tub fem acc pl μάκρᾱς , μάκρα bath tub fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκραν — μάκρᾱν , μάκρα bath tub fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)